Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρης
κατήριπον
κατήρυγον
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφών
κατῆχε
κατηχέομαι
κατθάπτω
κατθέμεν
κατθναίσκω
κατιάπτω
κατίζω
κατίημι
κατῑθῡ́νω
κατικετεύω
View word page
κατηφών
κατηφώνόνοςm ref. to a personsource of shamedisgraceIl.

ShortDef

one who causes grief

Debugging

Headword:
κατηφών
Headword (normalized):
κατηφών
Headword (normalized/stripped):
κατηφων
IDX:
22139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22140
Key:
κατηφών

Data

{'headword_display': '<b>κατηφών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατηφών</HL><Infl>όνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to a person</Indic><Def>source of shame</Def><Tr>disgrace</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατηφών'}