Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατηπιάομαι
κατῆρα
κατήραξα
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρης
κατήριπον
κατήρυγον
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφών
κατῆχε
κατηχέομαι
κατθάπτω
κατθέμεν
κατθναίσκω
κατιάπτω
κατίζω
View word page
κατηφέω
κατηφέωcontr.vb of persons, a citybe downcastbe despondentHom. Call.epigr. AR.

ShortDef

to be downcast, to be mute

Debugging

Headword:
κατηφέω
Headword (normalized):
κατηφέω
Headword (normalized/stripped):
κατηφεω
IDX:
22136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22137
Key:
κατηφέω

Data

{'headword_display': '<b>κατηφέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατηφέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons, a city</Indic><Def>be downcast</Def><Tr>be despondent</Tr><Au>Hom. Call.<Wk>epigr.</Wk> AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατηφέω'}