Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατηνᾱ́λωκα
κατήναρον
κατήορος
κατηπιάομαι
κατῆρα
κατήραξα
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρης
κατήριπον
κατήρυγον
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφών
κατῆχε
κατηχέομαι
κατθάπτω
κατθέμεν
View word page
κατήριπον
κατήριπονaor.2seeκατερείπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατήριπον
Headword (normalized):
κατήριπον
Headword (normalized/stripped):
κατηριπον
IDX:
22133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22134
Key:
κατήριπον

Data

{'headword_display': '<b>κατήριπον</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατήριπον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατερείπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατήριπον'}