Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάτημαι
κατημύω
κατηνᾱ́λωκα
κατήναρον
κατήορος
κατηπιάομαι
κατῆρα
κατήραξα
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρης
κατήριπον
κατήρυγον
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφών
κατῆχε
κατηχέομαι
View word page
κατ-ήρης1
κατήρης1εςadjἀραρίσκω of a womanfurnishedw.dat.w. a cloak, i.e. dressed in itE.of wine, w. an aromaE.

ShortDef

fitted out

Debugging

Headword:
κατήρης
Headword (normalized):
κατήρης
Headword (normalized/stripped):
κατηρης
IDX:
22131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22132
Key:
κατήρης_1

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ήρης</b><sup>1</sup>', 'content': '<AE><HG><HL>κατ<hyph/>ήρης<Hm>1</Hm></HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀραρίσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>furnished<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. a cloak, i.e. dressed in it</Expl></Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>of wine, w. an aroma</Indic><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κατήρης_1'}