Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατηλόων
κατηλυσίη
κάτημαι
κατημύω
κατηνᾱ́λωκα
κατήναρον
κατήορος
κατηπιάομαι
κατῆρα
κατήραξα
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρης
κατήριπον
κατήρυγον
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφών
View word page
κατ-ηρεμίζω
κατηρεμίζωvb of a commandercalm downtroopsX.pass.of troopsbe calmed downX.

ShortDef

to calm, appease

Debugging

Headword:
κατηρεμίζω
Headword (normalized):
κατηρεμίζω
Headword (normalized/stripped):
κατηρεμιζω
IDX:
22129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22130
Key:
κατηρεμίζω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ηρεμίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ηρεμίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a commander</Indic><Tr>calm down</Tr><Obj>troops<Au>X.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of troops</Indic><Def>be calmed down</Def><Au>X.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'κατηρεμίζω'}