Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατῆλθον
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατηλόων
κατηλυσίη
κάτημαι
κατημύω
κατηνᾱ́λωκα
κατήναρον
κατήορος
κατηπιάομαι
κατῆρα
κατήραξα
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρης
κατήριπον
κατήρυγον
κατήφεια
κατηφέω
View word page
κατ-ηπιάομαι
κατηπιάομαιpass.contr.vbἤπιοςep.3pl.impf.w.diect.
κατηπιόωντο
of painsbe soothedIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατηπιάομαι
Headword (normalized):
κατηπιάομαι
Headword (normalized/stripped):
κατηπιαομαι
IDX:
22126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22127
Key:
κατηπιάομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ηπιάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ηπιάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἤπιος</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.impf.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>κατηπιόωντο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of pains</Indic><Tr>be soothed</Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατηπιάομαι'}