Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατήκω
κατῆλθον
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατηλόων
κατηλυσίη
κάτημαι
κατημύω
κατηνᾱ́λωκα
κατήναρον
κατήορος
κατηπιάομαι
κατῆρα
κατήραξα
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρης
κατήριπον
κατήρυγον
κατήφεια
View word page
κατήορος
κατήοροςονIon.adjκαταίρω of a straphanging downfr. a beltAR.

ShortDef

hanging down, hanging on their mother's neck

Debugging

Headword:
κατήορος
Headword (normalized):
κατήορος
Headword (normalized/stripped):
κατηορος
IDX:
22125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22126
Key:
κατήορος

Data

{'headword_display': '<b>κατήορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατήορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>καταίρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a strap</Indic><Tr>hanging down<Expl>fr. a belt</Expl></Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατήορος'}