Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατῄκισμαι
κατήκοος
κατήκω
κατῆλθον
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατηλόων
κατηλυσίη
κάτημαι
κατημύω
κατηνᾱ́λωκα
κατήναρον
κατήορος
κατηπιάομαι
κατῆρα
κατήραξα
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρης
κατήριπον
View word page
κατηνᾱ́λωκα
κατηνᾱ́λωκα
aor.
see
κατανᾱλίσκω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατηνᾱ́λωκα
Headword (normalized):
κατηνᾱ́λωκα
Headword (normalized/stripped):
κατηναλωκα
IDX:
22123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22124
Key:
κατηνᾱ́λωκα
Data
{'headword_display': '<b>κατηνᾱ́λωκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατηνᾱ́λωκα<LblR>aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατανᾱλίσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατηνᾱ́λωκα'}