Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατῆκα
κατῄκισμαι
κατήκοος
κατήκω
κατῆλθον
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατηλόων
κατηλυσίη
κάτημαι
κατημύω
κατηνᾱ́λωκα
κατήναρον
κατήορος
κατηπιάομαι
κατῆρα
κατήραξα
κατηρεμίζω
κατηρεφής
κατήρης
κατήρης
View word page
κατ-ημύω
κατημύωvb of young plantsdroop, wiltAR.of personsbe dejectedw.acc.in their heartsAR.

ShortDef

droop

Debugging

Headword:
κατημύω
Headword (normalized):
κατημύω
Headword (normalized/stripped):
κατημυω
IDX:
22122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22123
Key:
κατημύω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ημύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ημύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of young plants</Indic><Tr>droop, wilt</Tr><Au>AR.</Au><vS2><Indic>of persons</Indic><Tr>be dejected</Tr><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>in their hearts<Au>AR.</Au></Cmpl> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κατημύω'}