Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατηγορικός
κατήγορος
κατῆκα
κατῄκισμαι
κατήκοος
κατήκω
κατῆλθον
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατηλόων
κατηλυσίη
κάτημαι
κατημύω
κατηνᾱ́λωκα
κατήναρον
κατήορος
κατηπιάομαι
κατῆρα
κατήραξα
κατηρεμίζω
κατηρεφής
View word page
κατηλυσίη
κατηλυσίηηςIon.fκατέρχομαι act of descendingarrival, onsetof a windAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατηλυσίη
Headword (normalized):
κατηλυσίη
Headword (normalized/stripped):
κατηλυσιη
IDX:
22120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22121
Key:
κατηλυσίη

Data

{'headword_display': '<b>κατηλυσίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατηλυσίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>κατέρχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>act of descending</Def><nS2><Tr>arrival, onset<Expl>of a wind</Expl></Tr><Au>AR.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κατηλυσίη'}