Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατηγόρημα
κατηγορίᾱ
κατηγορικός
κατήγορος
κατῆκα
κατῄκισμαι
κατήκοος
κατήκω
κατῆλθον
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατηλόων
κατηλυσίη
κάτημαι
κατημύω
κατηνᾱ́λωκα
κατήναρον
κατήορος
κατηπιάομαι
κατῆρα
κατήραξα
View word page
κατ-ηλογέω
κατηλογέωcontr.vbἀλογέω regard as inconsequentialpay no attention to, disregarda law, a section of a fortificationHdt.have no concern forsomeone's affairsHdt.

ShortDef

to make of small account, take no account of, neglect

Debugging

Headword:
κατηλογέω
Headword (normalized):
κατηλογέω
Headword (normalized/stripped):
κατηλογεω
IDX:
22118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22119
Key:
κατηλογέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ηλογέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ηλογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀλογέω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>regard as inconsequential</Def><Tr>pay no attention to, disregard</Tr><Obj>a law, a section of a fortification<Au>Hdt.</Au></Obj><vS2><Tr>have no concern for</Tr><Obj>someone's affairs<Au>Hdt.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'κατηλογέω'}