Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορίᾱ
κατηγορικός
κατήγορος
κατῆκα
κατῄκισμαι
κατήκοος
κατήκω
κατῆλθον
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατηλόων
κατηλυσίη
κάτημαι
κατημύω
κατηνᾱ́λωκα
κατήναρον
κατήορος
κατηπιάομαι
κατῆρα
View word page
κατῆλιψ
κατῆλιψιφοςfapp.κατά, 2nd el.uncert. app.high shelfin a houseAr.

ShortDef

the upper story

Debugging

Headword:
κατῆλιψ
Headword (normalized):
κατῆλιψ
Headword (normalized/stripped):
κατηλιψ
IDX:
22117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22118
Key:
κατῆλιψ

Data

{'headword_display': '<b>κατῆλιψ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατῆλιψ</HL><Infl>ιφος</Infl><PS>f</PS><Ety>app.<Ref>κατά</Ref>, 2nd el.uncert.</Ety></HG> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>high shelf<Expl>in a house</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατῆλιψ'}