Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηβολή
κατηγεμών
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορίᾱ
κατηγορικός
κατήγορος
κατῆκα
κατῄκισμαι
κατήκοος
κατήκω
κατῆλθον
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατηλόων
κατηλυσίη
κάτημαι
κατημύω
κατηνᾱ́λωκα
View word page
κατῄκισμαι
κατῄκισμαι
pf.pass.
see
κατᾳκίζω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατῄκισμαι
Headword (normalized):
κατῄκισμαι
Headword (normalized/stripped):
κατηκισμαι
IDX:
22113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22114
Key:
κατῄκισμαι
Data
{'headword_display': '<b>κατῄκισμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατῄκισμαι<LblR>pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατᾳκίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατῄκισμαι'}