Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθίμην
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηβολή
κατηγεμών
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορίᾱ
κατηγορικός
κατήγορος
κατῆκα
κατῄκισμαι
κατήκοος
κατήκω
κατῆλθον
κατῆλιψ
κατηλογέω
κατηλόων
κατηλυσίη
View word page
κατηγορικός
κατηγορικόςή όνadjκατήγορος masc.sb.denouncer, state informerPlu.

ShortDef

accusatory

Debugging

Headword:
κατηγορικός
Headword (normalized):
κατηγορικός
Headword (normalized/stripped):
κατηγορικος
IDX:
22110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22111
Key:
κατηγορικός

Data

{'headword_display': '<b>κατηγορικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατηγορικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατήγορος</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>masc.sb.</GLbl><Def>denouncer, state informer</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κατηγορικός'}