Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθίμην
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηβολή
κατηγεμών
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορίᾱ
κατηγορικός
κατήγορος
κατῆκα
κατῄκισμαι
κατήκοος
κατήκω
View word page
κατηβολή
κατηβολήfseeκαταβολή

ShortDef

periodical attack, fit

Debugging

Headword:
κατηβολή
Headword (normalized):
κατηβολή
Headword (normalized/stripped):
κατηβολη
IDX:
22105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22106
Key:
κατηβολή

Data

{'headword_display': '<b>κατηβολή</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατηβολή</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>καταβολή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατηβολή'}