Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθίμην
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηβολή
κατηγεμών
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορίᾱ
κατηγορικός
κατήγορος
κατῆκα
κατῄκισμαι
View word page
κατ-εφίσταμαι
κατεφίσταμαιmid.vbathem.aor.act.
κατεπέστην
of the Jewsrise up againstw.dat.a Christian preacherNT.

ShortDef

to rise up against

Debugging

Headword:
κατεφίσταμαι
Headword (normalized):
κατεφίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
κατεφισταμαι
IDX:
22103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22104
Key:
κατεφίσταμαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-εφίσταμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>εφίσταμαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>athem.aor.act.</Lbl><Form>κατεπέστην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of the Jews</Indic><Tr>rise up against</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a Christian preacher<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατεφίσταμαι'}