Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθίμην
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηβολή
κατηγεμών
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορίᾱ
κατηγορικός
κατήγορος
κατῆκα
View word page
κατεφθίμην
κατεφθίμηνathem.aor.mid.κατέφθισαaor.seeκαταφθίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεφθίμην
Headword (normalized):
κατεφθίμην
Headword (normalized/stripped):
κατεφθιμην
IDX:
22102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22103
Key:
κατεφθίμην

Data

{'headword_display': '<b>κατεφθίμην</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατεφθίμην<LblR>athem.aor.mid.</LblR></RefFm><RefFm>κατέφθισα<LblR>aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταφθίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατεφθίμην'}