Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθίμην
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηβολή
κατηγεμών
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορίᾱ
κατηγορικός
κατήγορος
View word page
κατ-εφάλλομαι
κατεφάλλομαιmid.vbep.athem.aor.ptcpl.
κατεπάλμενος
leap downw.prep.phr.fr. a chariotIl.of a towering waveplunge downw.prep.phr.on a shipAR.

ShortDef

to spring down upon, rush upon

Debugging

Headword:
κατεφάλλομαι
Headword (normalized):
κατεφάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
κατεφαλλομαι
IDX:
22101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22102
Key:
κατεφάλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-εφάλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>εφάλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.athem.aor.ptcpl.</Lbl><Form>κατεπάλμενος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>leap down</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>fr. a chariot<Au>Il.</Au></Cmpl><vS2><Indic>of a towering wave</Indic><Tr>plunge down</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>on a ship<Au>AR.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κατεφάλλομαι'}