Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατευκηλέω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθίμην
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηβολή
κατηγεμών
κατηγορέω
κατηγόρημα
κατηγορίᾱ
κατηγορικός
View word page
κατ-ευωχέομαι
κατευωχέομαιmid.contr.vb dine well on, feast onsthg.Hdt.

ShortDef

to feast and make merry

Debugging

Headword:
κατευωχέομαι
Headword (normalized):
κατευωχέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατευωχεομαι
IDX:
22100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22101
Key:
κατευωχέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ευωχέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ευωχέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>dine well on, feast on</Tr><Obj>sthg.<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατευωχέομαι'}