Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπλήσσομαι
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλῡ́νω
ἀποπνέω
ἀποπνῑ́γω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποπορεύομαι
ἀποπρᾱῡ́νω
ἀποπρεσβείᾱ
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρῑ́ω
ἄποπρο
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀποπροέηκε
ἀπόπροθεν
View word page
ἀπο-πορεύομαι
ἀποπορεύομαιmid.vb depart, set outX.w.prep.phr.fr. a region, people, buildingX. Plb.

ShortDef

to depart, go away

Debugging

Headword:
ἀποπορεύομαι
Headword (normalized):
ἀποπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπορευομαι
IDX:
220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-221
Key:
ἀποπορεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πορεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πορεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>depart, set out</Tr><Au>X.</Au><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>fr. a region, people, building<Au>X. Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποπορεύομαι'}