Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθίμην
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηβολή
κατηγεμών
κατηγορέω
κατηγόρημα
View word page
κατευχή
κατευχήῆςfκατεύχομαι prayer, supplicationto a godA. Plu.to a person, as though a godPlu.

ShortDef

a prayer, vow

Debugging

Headword:
κατευχή
Headword (normalized):
κατευχή
Headword (normalized/stripped):
κατευχη
IDX:
22098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22099
Key:
κατευχή

Data

{'headword_display': '<b>κατευχή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατευχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κατεύχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>prayer, supplication<Expl>to a god</Expl></Tr><Au>A. Plu.</Au><nS2><Indic>to a person, as though a god</Indic><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κατευχή'}