Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατευδοκέω
κατεύδω
κατευημερέω
κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθίμην
κατεφίσταμαι
κατέχω
κατηβολή
View word page
κατ-ευτρεπίζω
κατευτρεπίζωvb set in order, arrangepersons, thingsAr. X.

ShortDef

to put in order again

Debugging

Headword:
κατευτρεπίζω
Headword (normalized):
κατευτρεπίζω
Headword (normalized/stripped):
κατευτρεπιζω
IDX:
22095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22096
Key:
κατευτρεπίζω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ευτρεπίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ευτρεπίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>set in order, arrange</Tr><Obj>persons, things<Au>Ar. X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατευτρεπίζω'}