Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατεύγματα
κατευδοκέω
κατεύδω
κατευημερέω
κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθίμην
κατεφίσταμαι
κατέχω
View word page
κατ-ευστοχέω
κατευστοχέωcontr.vb of an archerhit the targetPlu. fig., of personsbe successfulin an enterprisePlb.

ShortDef

to be quite successful

Debugging

Headword:
κατευστοχέω
Headword (normalized):
κατευστοχέω
Headword (normalized/stripped):
κατευστοχεω
IDX:
22094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22095
Key:
κατευστοχέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ευστοχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ευστοχέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of an archer</Indic><Tr>hit the target</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> <vS1><Indic>fig., of persons</Indic><Tr>be successful<Expl>in an enterprise</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατευστοχέω'}