Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατέσχεθον
κατέτραγον
κατεύγματα
κατευδοκέω
κατεύδω
κατευημερέω
κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
κατεφάλλομαι
κατεφθίμην
View word page
κατευναστής
κατευναστήςοῦm attendant of the bedchambervaletPlu.

ShortDef

one who conducts to bed, a chamberlain

Debugging

Headword:
κατευναστής
Headword (normalized):
κατευναστής
Headword (normalized/stripped):
κατευναστης
IDX:
22092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22093
Key:
κατευναστής

Data

{'headword_display': '<b>κατευναστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατευναστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>attendant of the bedchamber</Def><Tr>valet</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατευναστής'}