Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατέστρωσα
κατεστυμμένος
κατέσχεθον
κατέτραγον
κατεύγματα
κατευδοκέω
κατεύδω
κατευημερέω
κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
κατευωχέομαι
View word page
κατ-ευκηλέω
κατευκηλέωcontr.vbεὔκηλος of nightbring peaceful calm tothe worldAR.

ShortDef

calm, quiet

Debugging

Headword:
κατευκηλέω
Headword (normalized):
κατευκηλέω
Headword (normalized/stripped):
κατευκηλεω
IDX:
22090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22091
Key:
κατευκηλέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ευκηλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ευκηλέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>εὔκηλος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of night</Indic><Tr>bring peaceful calm to</Tr><Obj>the world<Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατευκηλέω'}