Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατεστεώς
κατέστρωσα
κατεστυμμένος
κατέσχεθον
κατέτραγον
κατεύγματα
κατευδοκέω
κατεύδω
κατευημερέω
κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
κατευχή
κατεύχομαι
View word page
κατ-ευκαιρέω
κατευκαιρέωcontr.vb have a good opportunityto do sthg.Plb.

ShortDef

find a good opportunily

Debugging

Headword:
κατευκαιρέω
Headword (normalized):
κατευκαιρέω
Headword (normalized/stripped):
κατευκαιρεω
IDX:
22089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22090
Key:
κατευκαιρέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ευκαιρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ευκαιρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>have a good opportunity<Expl>to do sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατευκαιρέω'}