Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάτεσσα
κατέσσυτο
κατεστεώς
κατέστρωσα
κατεστυμμένος
κατέσχεθον
κατέτραγον
κατεύγματα
κατευδοκέω
κατεύδω
κατευημερέω
κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
κατευτυχέω
κατευφημέω
View word page
κατ-ευημερέω
κατευημερέωcontr.vb of a politicianenjoy great successw. παρά + dat.among his fellow citizensAeschin.

ShortDef

to be quite successful, carry one's point

Debugging

Headword:
κατευημερέω
Headword (normalized):
κατευημερέω
Headword (normalized/stripped):
κατευημερεω
IDX:
22087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22088
Key:
κατευημερέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ευημερέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ευημερέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a politician</Indic><Tr>enjoy great success</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>παρά</Ref> + dat.</GLbl>among his fellow citizens<Au>Aeschin.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατευημερέω'}