Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατεσθίω
κατέσκληκα
κάτεσσα
κατέσσυτο
κατεστεώς
κατέστρωσα
κατεστυμμένος
κατέσχεθον
κατέτραγον
κατεύγματα
κατευδοκέω
κατεύδω
κατευημερέω
κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
κατευτρεπίζω
View word page
κατ-ευδοκέω
κατευδοκέωcontr.vb be thoroughly impressedw.dat.by someonePlb.

ShortDef

to be well content with

Debugging

Headword:
κατευδοκέω
Headword (normalized):
κατευδοκέω
Headword (normalized/stripped):
κατευδοκεω
IDX:
22085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22086
Key:
κατευδοκέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ευδοκέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ευδοκέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be thoroughly impressed</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by someone<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατευδοκέω'}