Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατέσβεσα
κατεσθίω
κατέσκληκα
κάτεσσα
κατέσσυτο
κατεστεώς
κατέστρωσα
κατεστυμμένος
κατέσχεθον
κατέτραγον
κατεύγματα
κατευδοκέω
κατεύδω
κατευημερέω
κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
κατευστοχέω
View word page
κατεύγματα
κατεύγματατωνn.plκατεύχομαι prayersto a godA. S.imprecationsref. to curses or prayers that a god shd. inflict punishmentA. E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεύγματα
Headword (normalized):
κατεύγματα
Headword (normalized/stripped):
κατευγματα
IDX:
22084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22085
Key:
κατεύγματα

Data

{'headword_display': '<b>κατεύγματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατεύγματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>κατεύχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>prayers<Expl>to a god</Expl></Tr><Au>A. S.</Au><nS2><Tr>imprecations<Expl>ref. to curses or prayers that a god shd. inflict punishment</Expl></Tr><Au>A. E.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κατεύγματα'}