Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατερῶ
κατέσβεσα
κατεσθίω
κατέσκληκα
κάτεσσα
κατέσσυτο
κατεστεώς
κατέστρωσα
κατεστυμμένος
κατέσχεθον
κατέτραγον
κατεύγματα
κατευδοκέω
κατεύδω
κατευημερέω
κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευνάζω
κατευναστής
κατευνάω
View word page
κατέτραγον
κατέτραγον
aor.2
see
κατατρώγω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατέτραγον
Headword (normalized):
κατέτραγον
Headword (normalized/stripped):
κατετραγον
IDX:
22083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22084
Key:
κατέτραγον
Data
{'headword_display': '<b>κατέτραγον</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατέτραγον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατατρώγω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατέτραγον'}