Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατερύω
κατέρχομαι
κατερῶ
κατέσβεσα
κατεσθίω
κατέσκληκα
κάτεσσα
κατέσσυτο
κατεστεώς
κατέστρωσα
κατεστυμμένος
κατέσχεθον
κατέτραγον
κατεύγματα
κατευδοκέω
κατεύδω
κατευημερέω
κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευνάζω
View word page
κατ-εστυμμένος
κατεστυμμένοςη ονpf.pass.ptcplστῡ́φω contract, draw together neut.sb.fig.astringencyof a personPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεστυμμένος
Headword (normalized):
κατεστυμμένος
Headword (normalized/stripped):
κατεστυμμενος
IDX:
22081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22082
Key:
κατεστυμμένος

Data

{'headword_display': '<b>κατ-εστυμμένος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατ<hyph/>εστυμμένος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>pf.pass.ptcpl</PS><Ety><Gr>στῡ́φω</Gr> <ital>contract, draw together</ital></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Indic>fig.</Indic><Def>astringency<Expl>of a person</Expl></Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κατεστυμμένος'}