Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατερῡκάνω
κατερῡ́κω
κατερύω
κατέρχομαι
κατερῶ
κατέσβεσα
κατεσθίω
κατέσκληκα
κάτεσσα
κατέσσυτο
κατεστεώς
κατέστρωσα
κατεστυμμένος
κατέσχεθον
κατέτραγον
κατεύγματα
κατευδοκέω
κατεύδω
κατευημερέω
κατευθῡ́νω
κατευκαιρέω
View word page
κατεστεώς
κατεστεώς
Ion.pf.ptcpl.
κατέστην
athem.aor.
see
καθίσταμαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατεστεώς
Headword (normalized):
κατεστεώς
Headword (normalized/stripped):
κατεστεως
IDX:
22079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22080
Key:
κατεστεώς
Data
{'headword_display': '<b>κατεστεώς</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατεστεώς<LblR>Ion.pf.ptcpl.</LblR></RefFm><RefFm>κατέστην<LblR>athem.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθίσταμαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατεστεώς'}