Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερήριπα
κατερητύω
κατερικτός
κατερράγην
κατερρύην
κατέρρωγα
κατερῡκάνω
κατερῡ́κω
κατερύω
κατέρχομαι
κατερῶ
κατέσβεσα
κατεσθίω
κατέσκληκα
κάτεσσα
κατέσσυτο
κατεστεώς
View word page
κατ-ερῡκάνω
κατερῡκάνωvb hold backa personwishing to departIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατερῡκάνω
Headword (normalized):
κατερῡκάνω
Headword (normalized/stripped):
κατερυκανω
IDX:
22069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22070
Key:
κατερῡκάνω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ερῡκάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ερῡκάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>hold back</Tr><Obj>a person<Expl>wishing to depart</Expl><Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατερῡκάνω'}