Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερήριπα
κατερητύω
κατερικτός
κατερράγην
κατερρύην
κατέρρωγα
κατερῡκάνω
κατερῡ́κω
κατερύω
κατέρχομαι
κατερῶ
κατέσβεσα
κατεσθίω
κατέσκληκα
κάτεσσα
κατέσσυτο
View word page
κατέρρωγα
κατέρρωγαpf.seeκαταρρήγνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατέρρωγα
Headword (normalized):
κατέρρωγα
Headword (normalized/stripped):
κατερρωγα
IDX:
22068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22069
Key:
κατέρρωγα

Data

{'headword_display': '<b>κατέρρωγα</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατέρρωγα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταρρήγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατέρρωγα'}