Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατεπτάμην
κατεργάζομαι
κατέργνῡμι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερήριπα
κατερητύω
κατερικτός
κατερράγην
κατερρύην
κατέρρωγα
κατερῡκάνω
κατερῡ́κω
κατερύω
κατέρχομαι
κατερῶ
κατέσβεσα
κατεσθίω
View word page
κατερικτός
κατερικτόςή όνadjκατερείκω ground to piecesneut.pl.sb.milled pulsesref. to peas, lentils, or sim.Ar.

ShortDef

bruised, ground

Debugging

Headword:
κατερικτός
Headword (normalized):
κατερικτός
Headword (normalized/stripped):
κατερικτος
IDX:
22065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22066
Key:
κατερικτός

Data

{'headword_display': '<b>κατερικτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατερικτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατερείκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>ground to pieces</Def><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>milled pulses<Expl>ref. to peas, lentils, or sim.</Expl></Def><Au>Ar.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κατερικτός'}