Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατεπόθην
κατέπρησα
κατεπτάμην
κατεργάζομαι
κατέργνῡμι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερήριπα
κατερητύω
κατερικτός
κατερράγην
κατερρύην
κατέρρωγα
κατερῡκάνω
κατερῡ́κω
κατερύω
κατέρχομαι
κατερῶ
View word page
κατερήριπα
κατερήριπα
pf.
see
κατερείπω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατερήριπα
Headword (normalized):
κατερήριπα
Headword (normalized/stripped):
κατερηριπα
IDX:
22063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22064
Key:
κατερήριπα
Data
{'headword_display': '<b>κατερήριπα</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατερήριπα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατερείπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατερήριπα'}