Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατεπλάγην
κατεπόθην
κατέπρησα
κατεπτάμην
κατεργάζομαι
κατέργνῡμι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερήριπα
κατερητύω
κατερικτός
κατερράγην
κατερρύην
κατέρρωγα
κατερῡκάνω
κατερῡ́κω
κατερύω
κατέρχομαι
View word page
κατερέω
κατερέω
Ion.fut.
see
κατείρω
ShortDef
to speak against, accuse (fut)
Debugging
Headword:
κατερέω
Headword (normalized):
κατερέω
Headword (normalized/stripped):
κατερεω
IDX:
22062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22063
Key:
κατερέω
Data
{'headword_display': '<b>κατερέω</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατερέω<LblR>Ion.fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατείρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατερέω'}