Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατέπιον
κατεπιορκέομαι
κατεπλάγην
κατεπόθην
κατέπρησα
κατεπτάμην
κατεργάζομαι
κατέργνῡμι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερήριπα
κατερητύω
κατερικτός
κατερράγην
κατερρύην
κατέρρωγα
κατερῡκάνω
κατερῡ́κω
View word page
κατ-ερεύγομαι
κατερεύγομαιmid.vbaor.2
κατήρυγον
of a thick woollen cloakbelch outw.neut.acc. a blast of heatatw.gen.a personAr.

ShortDef

belch over (someone)

Debugging

Headword:
κατερεύγομαι
Headword (normalized):
κατερεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
κατερευγομαι
IDX:
22060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22061
Key:
κατερεύγομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ερεύγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ερεύγομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>κατήρυγον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of a thick woollen cloak</Indic><Tr>belch out<Prnth><GLbl>w.neut.acc.</GLbl> a blast of heat</Prnth>at</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>a person<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατερεύγομαι'}