Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατέπεφνον
κατέπηκτο
κατέπιον
κατεπιορκέομαι
κατεπλάγην
κατεπόθην
κατέπρησα
κατεπτάμην
κατεργάζομαι
κατέργνῡμι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
κατερέω
κατερήριπα
κατερητύω
κατερικτός
κατερράγην
κατερρύην
κατέρρωγα
View word page
κατ-ερείκω
κατερείκωvbaor.
κατήρειξα
mid.tear to piecestearone's clothesin mourningSapph. A. Hdt. fig., of a millstonegrind to piecessomeone's angerAr.

ShortDef

to grind down

Debugging

Headword:
κατερείκω
Headword (normalized):
κατερείκω
Headword (normalized/stripped):
κατερεικω
IDX:
22058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22059
Key:
κατερείκω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ερείκω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ερείκω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>κατήρειξα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Def>tear to pieces</Def><Tr>tear</Tr><Obj>one's clothes<Expl>in mourning</Expl><Au>Sapph. A. Hdt.</Au></Obj></vSGrm> </vS1> <vS1><Indic>fig., of a millstone</Indic><Tr>grind to pieces</Tr><Obj>someone's anger<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'κατερείκω'}