Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατεπαγγέλλομαι
κατεπᾴδω
κατεπάλμενος
κατέπαρδον
κατεπείγω
κατέπερθεν
κατέπεσον
κατέπεφνον
κατέπηκτο
κατέπιον
κατεπιορκέομαι
κατεπλάγην
κατεπόθην
κατέπρησα
κατεπτάμην
κατεργάζομαι
κατέργνῡμι
κατερείκω
κατερείπω
κατερεύγομαι
κατερέφω
View word page
κατ-επιορκέομαι
κατεπιορκέομαιmid.contr.vb losew.acc.a lawsuitthrough perjuryby an opponentD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεπιορκέομαι
Headword (normalized):
κατεπιορκέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατεπιορκεομαι
IDX:
22051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22052
Key:
κατεπιορκέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-επιορκέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>επιορκέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>lose<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a lawsuit</Prnth>through perjury<Expl>by an opponent</Expl></Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατεπιορκέομαι'}