Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατεναίρω
κατέναντα
κατεναντίον
κατέναξα
κατεναρίζομαι
κατενάσθην
κατενήνοθε
κατένωπα
κατεξάνθην
κατεξανίσταμαι
κατεξουσιάζω
κατεπαγγέλλομαι
κατεπᾴδω
κατεπάλμενος
κατέπαρδον
κατεπείγω
κατέπερθεν
κατέπεσον
κατέπεφνον
κατέπηκτο
κατέπιον
View word page
κατ-εξουσιάζω
κατεξουσιάζωvb of leadersexert authority overw.gen.peopleNT.

ShortDef

to exercise lordship over

Debugging

Headword:
κατεξουσιάζω
Headword (normalized):
κατεξουσιάζω
Headword (normalized/stripped):
κατεξουσιαζω
IDX:
22040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22041
Key:
κατεξουσιάζω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-εξουσιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>εξουσιάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of leaders</Indic><Tr>exert authority over</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>people<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατεξουσιάζω'}