Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατεβλᾱκευμένως
κατέβρων
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδαρθον
κατέδεισα
κατέδεξα
κατέδραθον
κατέδρακον
κατέδω
κατεέργνῡμι
κατέηγα
κατεθίζω
κατέθορον
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
κατειλεγμένος
κατειλέω
κατειλέω
View word page
κατεέργνῡμι
κατεέργνῡμι
κατεέργω
ep.vbs
seeκατείργω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεέργνῡμι
Headword (normalized):
κατεέργνῡμι
Headword (normalized/stripped):
κατεεργνυμι
IDX:
21990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21991
Key:
κατεέργνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>κατεέργνῡμι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατεέργνῡμι</HL><DL><FmHL>κατεέργω</FmHL></DL><PS>ep.vbs</PS></HG><XR>see<Ref>κατείργω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατεέργνῡμι'}