Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάψῡξις
καταψῡ́χω
καταψῡ́χω
κατέᾱγα
κατέαται
κατέβην
κατεβίων
κατεβλᾱκευμένως
κατέβρων
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδαρθον
κατέδεισα
κατέδεξα
κατέδραθον
κατέδρακον
κατέδω
κατεέργνῡμι
κατέηγα
κατεθίζω
κατέθορον
View word page
κατεγγύη
κατεγγύηηςf money given as securitybailD.

ShortDef

bail

Debugging

Headword:
κατεγγύη
Headword (normalized):
κατεγγύη
Headword (normalized/stripped):
κατεγγυη
IDX:
21983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21984
Key:
κατεγγύη

Data

{'headword_display': '<b>κατεγγύη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατεγγύη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>money given as security</Def><Tr>bail</Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατεγγύη'}