Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψήχω
κατάψῡξις
καταψῡ́χω
καταψῡ́χω
κατέᾱγα
κατέαται
κατέβην
κατεβίων
κατεβλᾱκευμένως
κατέβρων
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδαρθον
κατέδεισα
κατέδεξα
κατέδραθον
κατέδρακον
κατέδω
κατεέργνῡμι
View word page
κατεβλᾱκευμένως
κατεβλᾱκευμένωςpf.pass.ptcpl.advβλᾱκεύω sluggishly, idlyref. to going somewhereAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεβλᾱκευμένως
Headword (normalized):
κατεβλᾱκευμένως
Headword (normalized/stripped):
κατεβλακευμενως
IDX:
21980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21981
Key:
κατεβλᾱκευμένως

Data

{'headword_display': '<b>κατεβλᾱκευμένως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>κατεβλᾱκευμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS><Ety><Ref>βλᾱκεύω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>sluggishly, idly</Tr><Cmpl>ref. to going somewhere<Au>Ar.</Au></Cmpl></advS1></AdvE>', 'key': 'κατεβλᾱκευμένως'}