Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀχαράκωτος
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστίᾱ
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
ἀχείμαντος
ἀχείματος
ἄχειρ
ἀχειροποίητος
ἀχείρωτος
Ἀχελῷος
ἄχερδος
Ἀχερδούσιος
ἀχέρνιπτος
ἀχερωίς
Ἀχέρων
ᾱ̓χέτᾱς
ἀχεύω
ἀχέω
View word page
ἀ-χειροποίητος
χειροποίητοςονadj of a templenot built by human handsnot man-madeNT.

ShortDef

not wrought by hands

Debugging

Headword:
ἀχειροποίητος
Headword (normalized):
ἀχειροποίητος
Headword (normalized/stripped):
αχειροποιητος
IDX:
2197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2198
Key:
ἀχειροποίητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-χειροποίητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>χειροποίητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a temple</Indic><Def>not built by human hands</Def><Tr>not man-made</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀχειροποίητος'}