Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταψακάζω
καταψάλλομαι
καταψᾱ́ω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψήχω
κατάψῡξις
καταψῡ́χω
καταψῡ́χω
κατέᾱγα
κατέαται
κατέβην
κατεβίων
κατεβλᾱκευμένως
κατέβρων
κατεγγυάω
κατεγγύη
κατέδαρθον
κατέδεισα
View word page
κατα-ψῡ́χω2
καταψῡ́χω2vbpf.pass.
κατέψυγμαι
pf.pass.of landbe dry or aridPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταψῡ́χω
Headword (normalized):
καταψῡ́χω
Headword (normalized/stripped):
καταψυχω
IDX:
21975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21976
Key:
καταψῡ́χω_2

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ψῡ́χω</b><sup>2</sup>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ψῡ́χω<Hm>2</Hm></HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>pf.pass.</Lbl><Form>κατέψυγμαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pf.pass.</GLbl><Indic>of land</Indic><Def>be dry or arid</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καταψῡ́χω_2'}