Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταχύδην
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχωρίζω
καταψακάζω
καταψάλλομαι
καταψᾱ́ω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψήχω
κατάψῡξις
καταψῡ́χω
καταψῡ́χω
κατέᾱγα
κατέαται
κατέβην
κατεβίων
κατεβλᾱκευμένως
κατέβρων
View word page
καταψήφισις
καταψήφισιςεωςf convictionof wrongdoersAntipho

ShortDef

voting against, condemnation

Debugging

Headword:
καταψήφισις
Headword (normalized):
καταψήφισις
Headword (normalized/stripped):
καταψηφισις
IDX:
21971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21972
Key:
καταψήφισις

Data

{'headword_display': '<b>καταψήφισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταψήφισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>conviction<Expl>of wrongdoers</Expl></Tr><Au>Antipho</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταψήφισις'}