Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταχράομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρῡσόω
καταχρῴζομαι
καταχύδην
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχωρίζω
καταψακάζω
καταψάλλομαι
καταψᾱ́ω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψήχω
κατάψῡξις
καταψῡ́χω
καταψῡ́χω
κατέᾱγα
View word page
κατα-ψάλλομαι
καταψάλλομαιpass.vb of an islandbe serenaded by stringed instrumentsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταψάλλομαι
Headword (normalized):
καταψάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
καταψαλλομαι
IDX:
21966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21967
Key:
καταψάλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ψάλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ψάλλομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of an island</Indic><Tr>be serenaded by stringed instruments</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταψάλλομαι'}