Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρῡσόω
καταχρῴζομαι
καταχύδην
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχωρίζω
καταψακάζω
καταψάλλομαι
καταψᾱ́ω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψήχω
κατάψῡξις
καταψῡ́χω
καταψῡ́χω
View word page
κατα-ψακάζω
καταψακάζωalsoκαταψεκάζωPlu.vb of personssprinklea streetw.dat.w. a liquidPlu.of dew, drizzlefall in dropson peopleA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταψακάζω
Headword (normalized):
καταψακάζω
Headword (normalized/stripped):
καταψακαζω
IDX:
21965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21966
Key:
καταψακάζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ψακάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ψακάζω<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>καταψεκάζω</FmHL><Au>Plu.</Au></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons</Indic><Tr>sprinkle</Tr><Obj>a street<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. a liquid</Expl><Au>Plu.</Au></Obj><vS2><Indic>of dew, drizzle</Indic><Tr>fall in drops<Expl>on people</Expl></Tr><Au>A.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'καταψακάζω'}