Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταχορηγέω
καταχόω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρῡσόω
καταχρῴζομαι
καταχύδην
κατάχυσμα
καταχωνεύω
καταχωρίζω
καταψακάζω
καταψάλλομαι
καταψᾱ́ω
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψήχω
κατάψῡξις
View word page
κατα-χωνεύω
καταχωνεύωvbχοανεύω melt downjewellery, gold vesselsD. Din.

ShortDef

to melt down

Debugging

Headword:
καταχωνεύω
Headword (normalized):
καταχωνεύω
Headword (normalized/stripped):
καταχωνευω
IDX:
21963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21964
Key:
καταχωνεύω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-χωνεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>χωνεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>χοανεύω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>melt down</Tr><Obj>jewellery, gold vessels<Au>D. Din.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταχωνεύω'}